- Γκρήνουϊτς
- το Гринвич
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μεσημβρινός — Πρόκειται για τη νοητή γραμμή της γήινης σφαίρας, όλα τα σημεία της οποίας έχουν το ίδιο γεωγραφικό μήκος· αυτή η νοητή γραμμή διέρχεται από τους δυο πόλους της Γης. Εξαιτίας της ελλειψοειδούς περιστροφής της Γης, οι γήινοι μ. είναι επίπεδες… … Dictionary of Greek
Ορκάδες, Νότιες — (South Orkney Islands). Αρχιπέλαγος (622 τ. χλμ.) του νοτιοδυτικού Ατλαντικού, μεταξύ των παράλληλων 60° και 61° νότιου πλάτους του ισημερινού και των μεσημβρινών 44° και 47° δυτικού μήκους Γκρήνουιτς. Τα κυριότερα νησιά είναι τέσσερα, δυο μεγάλα … Dictionary of Greek
Σέτλαντ, Νότιες — (South Shetland Islands). Αρχιπέλαγος της Ανταρκτικής (4622 τ. χλμ.), στο νοτιοδυτικό τμήμα του Ατλαντικού ωκεανού. Τα νησιά έχουν διεύθυνση από ΝΔ προς ΒΑ, προχωρούν πάνω από 500 χλμ. μεταξύ Ανταρκτικής Χερσονήσου και Νότιας Αμερικής (Γη του… … Dictionary of Greek
μήκος — Η απόσταση από το ένα άκρο ενός αντικειμένου έως το άλλο. Ακόμη ως μ. ορίζεται η μεγαλύτερη από τις δύο οριζόντιες διαστάσεις οποιουδήποτε σχήματος ή σώματος. * * * το (ΑΜ μῆκος, Α δωρ. τ. μᾱκος) 1. η έκταση ενός αντικειμένου από το ένα άκρο του… … Dictionary of Greek
ναυμαχία — Μάχη μεταξύ πλοίων, θαλασσομαχία. Οι Ρωμαίοι ονόμαζαν ν. τη θεαματική αναπαράσταση μάχης, σε ειδική δεξαμενή, μεταξύ πλούσιων με δούλους ή καταδικασμένους σε θάνατο. Στην αρχαιότητα οι ν. γίνονταν με κύριο όπλο το έμβολο και οι πολεμιστές που… … Dictionary of Greek
ώρα — Στην αρχαία ελληνική, ώ. σήμαινε εποχή. Σήμερα, σημαίνει χρονική διάρκεια ίση με το ένα εικοστό τέταρτο του ημερονυχτίου και συνεκδοχικά την κατάλληλη στιγμή, τον καιρό, την ακμή. Η ώ. διαιρείται σε 60 πρώτα λεπτά και το κάθε λεπτό σε 60 δεύτερα… … Dictionary of Greek
Αλμπέρτα — Επαρχία (661.190 τ. χλμ., 3.064.200 κάτ. το 2001) του Καναδά, ΝΔ της χώρας. Συνορεύει στα Ν με τις ΗΠΑ, και συγκεκριμένα με την πολιτεία Μοντάνα. Περιοχή που αποικίστηκε σχετικά αργά, η σημερινή Α. εξερευνήθηκε γύρω στα μέσα του 18ου αι. και έναν … Dictionary of Greek
Ναυαρίνο — Ιστορικός οικισμός της Μεσσηνίας, στο Ιόνιο, γνωστός σήμερα με την ονομασία Πύλος. Αναφέρεται επίσης ως Νιόκατρο ή Νεόκαστρο. ναυμαχία του Ν. Ναυτική σύγκρουση του τουρκοαιγυπτιακού στόλού με ενωμένες ναυτικές μοίρες του αγγλικού, γαλλικού και… … Dictionary of Greek
Ογκαριόφ, Νικολάι Πλατόνοβιτς — (Πετρούπολη 1813 – Γκρήνουιτς, Λονδίνο 1877). Ρώσος ποιητής. Υπήρξε φίλος και συμμαχητής του Χέρτσεν και, όπως αυτός, αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί: στο Λονδίνο (όπου εγκαταστάθηκε το 1856) και αλλού συνεργάστηκε ενεργά στα δημοσιεύματα του… … Dictionary of Greek
Παμίρ — Οροπέδιο της κεντρικής Ασίας, σπουδαίος ορεογραφικός κόμβος, από όπου ξεκινούν οι ορεινές αλυσίδες των Ιμαλαΐων, Καρακόραμ, Κουνλούν, Τιεν Σαν, Αλάι και Χιντουκούς. Το οροπέδιο, που οι ιθαγενείς το ονομάζουν Μπαμ ι Ντουνιά (στέγη του κόσμου),… … Dictionary of Greek
Σάντουιτς Νότιες — (South Sandmch Islands). Αρχιπέλαγος (337 τ. χλμ.) του νοτιοδυτικού Ατλαντικού, μεταξύ 56° και 60° νότιου πλάτους και 26° και 28° δυτικού μήκους Γκρήνουιτς. Τα νησιά είναι ηφαιστειογενούς προέλευσης, απόκρημνα και ακατοίκητα· αντιπροσωπεύουν το… … Dictionary of Greek